Η Βενετία έκανε ένα τολμηρό πολιτικό εγχείρημα όταν, κατά τον διαμελισμό της Βυζαντινής αυτοκρατορίας από την Τέταρτη Σταυροφορία, απέκτησε την Κρήτη: αντί να εγκαταστήσει έναν ακόμη εμπορικό σταθμό και βάση ανεφοδιασμού για τα πλοία της, επεδίωξε να υποκαταστήσει με το νησί αυτό της ανατολικής Μεσογείου την ενδοχώρα που της έλειπε, προοιωνίζοντας τελικά τις μελλοντικές ευρωπαϊκές αποικίες. Έκτοτε και ως το τέλος του Κρητικού Πολέμου η επικοινωνία μητρόπολης και αποικίας ήταν συνεχής και πολυεπίπεδη. Η γραφειοκρατία της διοίκησης διατήρησε μεγάλο όγκο ντοκουμέντων παρέχοντας στους ιστορικούς πλούσιο υλικό για να διευκρινίζουν πτυχές των επιπτώσεων αυτής της μακραίωνης σχέσης, της οποίας μεγάλο κεφάλαιο αποτελούν οι εκφάνσεις του πολιτισμού που αναπτύχθηκε στην Κρήτη κατά τους αιώνες της Βενετικής κυριαρχίας. Πολλές πλευρές αυτού του πολιτισμού έχουν ήδη μελετηθεί και τα Κρητολογικά Συνέδρια έχουν υπάρξει προνομιακό βήμα για την παρουσίαση σχετικών ερευνών.
Τα υλικά κατάλοιπα αυτής της εποχής, καλλιτεχνικά και μη, είναι χειροπιαστά, στην κυριολεξία, τεκμήρια που φανερώνουν εύγλωττα όψεις του υλικού πολιτισμού της Κρήτης και έμμεσα μαρτυρούν τις πολυδιάστατες σχέσεις της με τη Βενετία. Κατά τη μελέτη τους, εδώ και δεκαετίες, έχουν αναζητηθεί επιδράσεις και αλληλεξαρτήσεις, εμμονές στις οικείες παραδόσεις και, με αφορμή τη συζήτηση περί ταυτοτήτων, έχουν ερευνηθεί οικειοποιήσεις της γλώσσας του Άλλου και όψεις της διάδρασης των πολιτισμών της Βενετίας και της Κρήτης που, παρά την προσέγγιση, έμειναν διακριτοί και διαφορετικοί.
Το ερευνητικό πρόγραμμα «Η Δυτική Τέχνη στη Βενετική Κρήτη» που διεξήγαγε για πολλά χρόνια στο Ινστιτούτο Μεσογειακών Σπουδών με ομάδα συνεργατών είχε ως στόχο να μελετήσει το πόσο αποφασιστική ήταν η Βενετική κυριαρχία στη διαμόρφωση των εικαστικών τεχνών και της αρχιτεκτονικής της Κρήτης τους αιώνες αυτούς, έριξε όμως ιδιαίτερο βάρος στη γλυπτική. Θα παρουσιάσω μερικά από τα τεκμήρια που μελετήθηκαν∙ θα προσπαθήσω να τα εξετάσω υπό το πρίσμα των «Μετακινήσεων», της κινητικότητας ανθρώπων και ιδεών ανάμεσα στην κυρίαρχη μητρόπολη και την υποτελή της μακρινή επαρχία. Το αποτύπωμα της επικοινωνίας ανάμεσα στις δυο πλευρές είναι ορατό σε πλήθος αντικείμενα. Η προσπάθεια, ωστόσο, να αναζητήσουμε τη συμβολή της κάθε πλευράς στη δημιουργία τους γεννάει αμφιβολίες για το αν τα μέρη ήταν μόνο δύο, και μάλιστα συνδεόμενα με άνισες σχέσεις, ή αν υπήρχαν και άλλοι παράγοντες που συνέβαλαν στα φαινόμενα που εντοπίζουμε. Το υλικό τελικά μας οδηγεί να θέσουμε το ερώτημα πόσο κοντά βρισκόταν Κρήτη και Βενετία ή και πόσο μακριά! Συχνά τα ίδια δίνουν και την απάντηση.
[Κρητικά Χρονικά, τ. ΛΖ' (2017), Ηράκλειο, Εταιρία Κρητικών Ιστορικών Μελετών, σσ. 63-92]